- ἀναφροντίζω
- ἀναφροντίζω1 contemplate c. acc. & epexeg. inf.
ἑτοῖμον ἀνε̆φρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.69
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἑτοῖμον ἀνε̆φρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.69
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αναφροντίζω — ἀναφροντίζω (Α) φροντίζω, σκέπτομαι για κάτι … Dictionary of Greek
ἀναφροντίζων — ἀναφροντίζω think over pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)